κυματώνω

κυματώνω
(AM κυματῶ, -όω) [κύμα]
νεοελλ.
1. προκαλώ κυματισμό σε κάτι, τό κυματίζω ή κινούμαι κυματοειδώς
2. είμαι γεμάτος από κάτι, ξεχειλίζω, χύνω («πού κείνοι απού τα χείλη τως μέλι εκυματούσα», Ερωφ.)
μσν.-αρχ.
1. υψώνομαι σε κύματα («ὁ ποταμὸς ἐκυματοῡτο, ὥσπερ θάλασσα», Λουκιαν.)
2. μτφ. ταράζω, πλήττω, θλίβω ή θλίβομαι
αρχ.
1. (για άνεμο) καλύπτω με κύματα
2. παθ. κυματοῡμαι
α) (για ξηρά) καλύπτομαι, κατακλύζομαι από κύματα
β) (για τον αέρα, όταν πλήττεται από τη φωνή) πάλλομαι, κραδαίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”